- πέμπομαι
- πέμπωsendpres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πέμπω — ΝΜΑ 1. ενεργώ προκειμένου να μεταφερθεί κάποιος ή κάτι σε έναν προορισμό, στέλνω, αποστέλλω 2. στέλνω ή φροντίζω ώστε να σταλεί κάποιος κάπου για χάρη μου νεοελλ. παροιμ. «πέψε μου να σού πέψω» όσο μέ περιποιείσαι σέ περιποιούμαι και εγώ αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
επιμεταπέμπομαι — ἐπιμεταπέμπομαι (Α) καλώ επικουρία πάλι ή εν συνεχεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μετα πέμπομαι «στέλνω και καλώ κάποιον»] … Dictionary of Greek